- сидеть
- сижу, сидишь.επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.1. κάθομαι•
сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•
сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•
сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•
сидеть снова ξανακάθομαι•
сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.
|| είμαι, υπάρχω•над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.
2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•
сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•
сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•
сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•
я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.
|| βρίσκομαι, (παρά)μένω•я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•
я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•
сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,
3. είμαι, διατελώ•сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•
сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•
сидеть на диете κάνω δίαιτα.
|| καταλήγω•сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•
сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.
4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.εκφρ.сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•сидеть сиднем – βλ. στη λ. сидень.сидетьсяθέλω ή μπορώ να κάθομαι•ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.